σιφλός

σιφλός
-ή, -όν, ΜΑ
μσν.
1. (ως λυκία λ.) α) μαλακός, απαλός, σπογγώδης («νάρθηξ τὰ ἐντὸς σιφλός», Ευστ.)
β) (για πρόσ.) «ῥάθυμος καὶ οὐκ ἐνεργός»
2. μτφ. (για πρόσ.) ο ανάξιος εμπιστοσύνης
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη ή ελάττωμα σε ένα μέλος ή τμήμα τού σώματός του και, ιδίως, ανάπηρος, σακάτης στα πόδια, κουτσός («πόδα σιφλός», Απολλ. Ρόδ.)
2. (σχετικά με τα μάτια) αυτός που δεν βλέπει καλά, ο μύωπας
3. (για ψάρι) πειναλέος, αδηφάγος («πλωτῶν σιφλὸν γένος», Οππ.)
4. (για πρόσ.) πλεονέκτης, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. με επίθημα -λός, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. που αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες (πρβλ. τυφ-λός, χω-λός). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ρ. σίνομαι «βλάπτω». Έχει διατυπωθεί από τον Ευστάθιο η υπόθεση ότι το επίθ. σιφλός με σημ. «σπογγώδης, μαλακός» (πρβλ. σίφλωμα) έχει προέλθει από τη Λυκία. Ωστόσο, αυτή η σημ. μπορεί να έχει προέλθει από συμφυρμό με το επίθ. σιφνός «κενός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιφλός — crippled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίφλος — defect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίφλος — ὁ, Α σωματικό ελάττωμα, αναπηρία, κουσούρι («σίφλος, μορφῆς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • σιφλόν — σιφλός crippled masc acc sg σιφλός crippled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλαί — σιφλός crippled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλοῦ — σιφλός crippled masc/neut gen sg σιφλόω maim pres imperat mp 2nd sg σιφλόω maim imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλῶ — σιφλός crippled masc/neut gen sg (doric aeolic) σιφλόω maim pres subj act 1st sg σιφλόω maim pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλῷ — σιφλός crippled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίφλον — σίφλος defect masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίφλωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ σπογγώδης υφή ή, κατ άλλους, αναπηρία ή σωματικό ελάττωμα, κουσούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος). Για τη σημ. βλ. λ. σιφλός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”