- σιφλός
- -ή, -όν, ΜΑμσν.1. (ως λυκία λ.) α) μαλακός, απαλός, σπογγώδης («νάρθηξ τὰ ἐντὸς σιφλός», Ευστ.)β) (για πρόσ.) «ῥάθυμος καὶ οὐκ ἐνεργός»2. μτφ. (για πρόσ.) ο ανάξιος εμπιστοσύνηςαρχ.1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη ή ελάττωμα σε ένα μέλος ή τμήμα τού σώματός του και, ιδίως, ανάπηρος, σακάτης στα πόδια, κουτσός («πόδα σιφλός», Απολλ. Ρόδ.)2. (σχετικά με τα μάτια) αυτός που δεν βλέπει καλά, ο μύωπας3. (για ψάρι) πειναλέος, αδηφάγος («πλωτῶν σιφλὸν γένος», Οππ.)4. (για πρόσ.) πλεονέκτης, άπληστος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. με επίθημα -λός, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. που αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες (πρβλ. τυφ-λός, χω-λός). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ρ. σίνομαι «βλάπτω». Έχει διατυπωθεί από τον Ευστάθιο η υπόθεση ότι το επίθ. σιφλός με σημ. «σπογγώδης, μαλακός» (πρβλ. σίφλωμα) έχει προέλθει από τη Λυκία. Ωστόσο, αυτή η σημ. μπορεί να έχει προέλθει από συμφυρμό με το επίθ. σιφνός «κενός»].
Dictionary of Greek. 2013.